- πάμπολυς
- -πολλη, -πολη (ΑΜ πάμπολυς, -πόλλη, -πολυ, Α θηλ. και πάμπολλος)πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα ή το μέγεθος («πάμπολυ στράτευμα», Ξεν.)νεοελλ.(ιδίως στον πληθ.) πάμπολλοι, -ες, -αάπειροι στον αριθμό, απειράριθμοι, αναρίθμητοιαρχ.(το ουδ. ως επίρρ.) πάμπολυπάρα πολύ, υπερβολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + πολύς].
Dictionary of Greek. 2013.